- ροδόμελι
- το / ῥοδόμελι, ΝΜΑνεοελλ.διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτικήμσν.-αρχ.μέλι καμωμένο από ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροδόμελι — το διάλυμα από μέλι και άρωμα τριαντάφυλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
rodomiel — ► sustantivo masculino FARMACIA Jarabe de miel y agua de rosas que se preparaba antiguamente en las farmacias. * * * rodomiel (de «rodo » y «miel») m. Preparado farmacéutico hecho con miel y agua de rosas. ≃ Miel rosada. * * * rodomiel. (Del lat … Enciclopedia Universal
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
rodomiel — (Del lat. rhodomĕli, y este del gr. ῥοδόμελι; de ῥόδον, rosa, y μέλι, miel). m. Jarabe de miel y agua de rosas … Diccionario de la lengua española